αντεμπλέκομαι

αντεμπλέκομαι
ἀντεμπλέκομαι (AM)
1. περιπλέκομαι, συνδυάζομαι με κάποιον άλλο
2. αγκαλιάζομαι ή ανταποδίδω σε κάποιον τους εναγκαλισμούς και τους χαιρετισμούς
3. (για επίδεσμο) τοποθετούμαι σταυρωτά μαζί με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”